μονόστροφος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόστροφος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. [[ἅμαξα]] μ., [[μονότροχος]], ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. [[μονότροχος]]). | |lstext='''μονόστροφος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. [[ἅμαξα]] μ., [[μονότροχος]], ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. [[μονότροχος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>στροφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. -φως ibid. II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. μονόκυκλος 2. III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.
German (Pape)
[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύ-στροφος].