μοναστήρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

και μοναστήρι το (Μ μοναστήρι και μοναστήριν και μαναστήρι και μαναστήριν και μοναστήριον και μοναστήριο και μαναστήριον)
1. τόπος όπου ζει κανείς ως μοναχός
2. συγκρότημα κτηρίων οπού ζουν μοναχοί, μονή («μαζεύτηκαν οι όμορφες να φτειάσουν μοναστήρια», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.-μσν.
μεγάλη στις διαστάσεις εκκλησία,ναός («σημαίνει κι η αγία Σοφία, το μέγα μοναστήρι», δημ. τραγούδι).
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) ιερό ή φιλόξενο σπίτι («το σπίτι του είναι μοναστήρι»)
μσν.
1. (γενικά) τόπος διαμονής
2. (στον εν. και πληθ.) τὸ μοναστήρι, και τὰ μοναστήρια
μοναχοί, καλόγεροι
αρχ.
κελλί ερημίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναστήριον, ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μοναστήριος. Ο τ. μαναστήρι(ον) με προληπτική αφομοίωση].