μόλυσμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(6_21)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόλυσμα''': τό, [[μίασμα]], κηλίς, [[ἀκαθαρσία]], Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.
|lstext='''μόλυσμα''': τό, [[μίασμα]], κηλίς, [[ἀκαθαρσία]], Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ Α και [[μόλυμμα]], [[μόλυσμα]]) [[μολύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο μολύνεται [[κάποιος]], νοσογόνο [[μικρόβιο]], μεταδοτική [[νόσος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> ο [[παράγοντας]] πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μίασμα]], [[κηλίδα]], [[ακαθαρσία]], [[μόλεμα]], [[μόλυνση]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόλυσμα Medium diacritics: μόλυσμα Low diacritics: μόλυσμα Capitals: ΜΟΛΥΣΜΑ
Transliteration A: mólysma Transliteration B: molysma Transliteration C: molysma Beta Code: mo/lusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spot, taint, Hierocl. in CA26p.478M., Sch.rec. A.Pers.576.

German (Pape)

[Seite 201] τό, der Schmutz, Fleck, die Unreinigkeit, Schol. Aesch. Pers. 577 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόλυσμα: τό, μίασμα, κηλίς, ἀκαθαρσία, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.

Greek Monolingual

το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) μολύνω
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ.
2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας
μσν.-αρχ.
μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα, μόλυνση.