νεόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πλοῦτος]].
|btext=ος, ον :<br />récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πλοῦτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νεόπλουτος]], -ον)<br />αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, [[χωρίς]] να διαθέτει κανένα [[άλλο]] [[προσόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόπλουτος Medium diacritics: νεόπλουτος Low diacritics: νεόπλουτος Capitals: ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: neóploutos Transliteration B: neoploutos Transliteration C: neoploutos Beta Code: neo/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A newly become rich, opp. ἀρχαιόπλουτος (q.v.): hence, vainglorious, upstart, D.17.23, cf. Arg.D.17, Arist.Rh.1387a23; οἰκέτης ν. Luc.Hist.Conscr.20; ἀπελεύθερος ν. Plu.2.634c; ν. δεῖπνα Id.Luc.40: hence, by a comic metaph., ν. τρύξ, of a low upstart, Ar.V.1309.

German (Pape)

[Seite 243] neuerdings, eben erst reich geworden, dah. mit Reichthum prunkend, wie es die plötzlich reich Gewordenen thun; Dem. 17, 23; Arist. rhet. 2, 9; δεῖπνα, Plut. Luc. 40; Luc. Tim. 7 Tox. 12. – Mit komischer Uebertragung, τρύξ, Ar. Vesp. 1309.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπλουτος: -ον, ὡς τὸ ἀρτίπλουτος, ὁ νεωστὶ πλουτήσας ἀντίθ. τῷ ἀρχαιόπλουτος (ὃ ἴδε), καὶ οὕτω κενόδοξος καὶ ἀλαζονικὸς (πρβλ. τὸ Γαλλ. nouveau riche), Δημ. 218, 18, Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9· οἰκέτην ν. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 20· ἀπελεύθερος ν. Πλούτ. 2, 634C· ν. δεῖπνα ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 40· - ἐντεῦθεν κατὰ κωμικὴν μεταφοράν, ν. τρύξ, ἐπὶ χυδαίου ἀνθρώπου πλουτήσαντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment enrichi ; parvenu, orgueilleux comme un parvenu.
Étymologie: νέος, πλοῦτος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεόπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτισε πρόσφατα και αρέσκεται να επιδεικνύει τα πλούτη του, χωρίς να διαθέτει κανένα άλλο προσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + πλοῦτος.