νύσσα: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(eksahir) |
(27) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[aguijoneadora]] | |esgtx=[[aguijoneadora]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νύσσα]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (στον ιππόδρομο) α) η [[στήλη]] [[γύρω]] από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα [[καθώς]] κατέρχονταν από το δεξιό [[μέρος]] και έστριβαν για το αριστερό<br />β) η [[στήλη]] από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην [[αρματοδρομία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[σκοπός]] («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μεσότοιχος]]<br /><b>2.</b> (για [[νεύρο]]) [[σημείο]] στροφής<br /><b>3.</b> η [[πορεία]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη [[άποψη]] [[είναι]] [[εκείνη]] που παράγει τη λ. από το θ. του [[νύσσω]] με [[επίθημα]] -<i>yα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>νύκ</i>-<i>jα</i>)].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θάμνων και δένδρων, δικότυλων [[φυτών]] που ανήκουν στην [[τάξη]] [[κορνώδη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nyssa</i> <span style="color: red;"><</span> [[νύσσα]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ης, ἡ, in a race-course, 1 = καμπτήρ, turning-post, Il.23.332,344 ; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθήτω, of the near horse, ib.338, cf. Theoc.24.119 : metaph., turning-point of the recurrent nerve, Gal. UP16.4. 2 starting-and winning-post, τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Il.23.758, Od.8.121 : metaph., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Opp.H.3.11.
German (Pape)
[Seite 271] ἡ, eine Säule auf der Rennbahn, auch στήλη, – a) am äußersten Ende der Bahn, den Punkt bezeichnend, wo umgelenkt wird, der Prellstein, auch καμπτήρ, Il. 23, 332. 344; ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι, 23, 338, das linke Pferd mußte so hart als möglich an der νύσσα herumstreifen, während der Wagenlenker das rechte Pferd anstachelte, νύσσει, den größern Bogen zu beschreiben; vgl. Xen. Conv. 4, 6. – b) am Anfang der Bahn, den Ort des Ankommens bezeichnend, die Schranken, Il. 23, 758 Od. 8, 121; dah. übh. Z i el, αὐτὰρ νειατίην ἐλάων περὶ νύσσαν ἀοιδήν, Maneth. VI, 738; a. Sp., vgl. Opp. Hal. 3, 11. 5, 642; Lycophr. 15. – Bei Bion 15, 31 übh. Scheidewand.
Greek (Liddell-Scott)
νύσσα: -ης, -ἡ, (νύσσω) ὡς τὸ Λατ. meta, ὄνομα δύο στηλῶν ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ (ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ.). 1) ἡ στήλη περὶ ἣν τὰ ἅρματα ἐστρέφοντο κατερχόμενα διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ ἱπποδρόμου καὶ ὑπέστρεφον διὰ τοῦ ἀριστεροῦ (πρβλ. καμπτήρ), Ἰλ. Ψ. 332, 344· καὶ ὁ μὲν πλησιέστατος ἵππος ἔκαμπτεν ἐγγύτατα τῆς νύσσης, ὅθεν ἡ φράσις, ἐν νύσσῃ ἐγχριμφθῆναι (Ψ. 338), ὁ δὲ ἔξω ἵππος ἐποίει μεγαλείτερον κύκλον, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4. 6. 2) ἡ ἐν τῷ ἑτέρῳ ἄκρῳ στήλη, ἐξ ἧς ἐξώρμων καὶ ἥτις ἧτο τὸ σημεῖον τῆς νικηφόρου ὑποστροφῆς (πρβλ. ἄφεσις, βαλβίς), τοῖσι δ’ ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος Ἰλ. Ψ. 758, Ὀδ. Θ. 121· μεταφορ., ν. ἀοιδῆς ἰθύνειν Ὀππ. Ἁλ. 3. 11. ΙΙ. καθόλου, μεσότοιχον διάφραγμα, Βίων 7. 31.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
borne à l’extrémité de la carrière et que l’on tournait pour revenir.
Étymologie: DELG νύσσω, « la chose où l’on butte ».
English (Autenrieth)
turning-post (meta), in the hippodrome, Il. 23.332; elsewhere, starting-point or line.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
νύσσα, ἡ (ΑΜ)
1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό
β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην αρματοδρομία
2. μτφ. ο σκοπός («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)
αρχ.
1. ο μεσότοιχος
2. (για νεύρο) σημείο στροφής
3. η πορεία του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη άποψη είναι εκείνη που παράγει τη λ. από το θ. του νύσσω με επίθημα -yα (< νύκ-jα)].———————— (II)
η
βοτ. γένος θάμνων και δένδρων, δικότυλων φυτών που ανήκουν στην τάξη κορνώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyssa < νύσσα (Ι)].