νηστεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(T21)
(27)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[future]] νηστεύσω; 1st aorist (infinitive νηστεῦσαι (T WH Tr [[text]])), participle νηστεύσας; (from [[νῆστις]], [[which]] [[see]]); to [[fast]] (Vulg. and ecclesiastical writings jejano), i. e. to [[abstain]] as a [[religious]] [[exercise]] from [[food]] and [[drink]]: [[either]] [[entirely]], if the [[fast]] lasted [[but]] a [[single]] [[day]], R G; νηστευει [[συνεχῶς]] καί ἄρτον ἐσθίει [[μόνον]] [[μετά]] ἁλατος καί τό πότον [[αὐτοῦ]] [[ὕδωρ]], Acta Thom. § 20. ([[Aristophanes]], [[Plutarch]], mor., p. 626f; Aelian v. h. 5,20; (Josephus, contra Apion 1,34, 5 ([[where]] [[see]] Müller)); the Sept. for צוּן.)  
|txtha=[[future]] νηστεύσω; 1st aorist (infinitive νηστεῦσαι (T WH Tr [[text]])), participle νηστεύσας; (from [[νῆστις]], [[which]] [[see]]); to [[fast]] (Vulg. and ecclesiastical writings jejano), i. e. to [[abstain]] as a [[religious]] [[exercise]] from [[food]] and [[drink]]: [[either]] [[entirely]], if the [[fast]] lasted [[but]] a [[single]] [[day]], R G; νηστευει [[συνεχῶς]] καί ἄρτον ἐσθίει [[μόνον]] [[μετά]] ἁλατος καί τό πότον [[αὐτοῦ]] [[ὕδωρ]], Acta Thom. § 20. ([[Aristophanes]], [[Plutarch]], mor., p. 626f; Aelian v. h. 5,20; (Josephus, contra Apion 1,34, 5 ([[where]] [[see]] Müller)); the Sept. for צוּן.)  
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νηστεύω]], Μ και νηστεύγω) [[νήστις]]<br /><b>1.</b> [[απέχω]] από [[τροφή]], [[μένω]] [[νηστικός]]<br /><b>2.</b> [[απέχω]] από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απέχω]] από κάποια [[ενέργεια]] ή από σαρκικές απολαύσεις, [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηστεύω Medium diacritics: νηστεύω Low diacritics: νηστεύω Capitals: ΝΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: nēsteúō Transliteration B: nēsteuō Transliteration C: nisteyo Beta Code: nhsteu/w

English (LSJ)

   A fast, Ar.Av.1519, Th.949, Ev.Matt.6.16, etc.; νηστεύσαντες, opp. ἐδηδοκότες, Arist.PA676a1.    2 c. gen., abstain from, κακότητος Emp.144.

Greek (Liddell-Scott)

νηστεύω: ἀπέχομαι ἀπὸ τροφῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1519, Θεσμ. 949· νηστεύσας, ἀντίθετ. τῷ ἐδηδοκώς, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 26. 2) μετὰ γενικ., ἀπέχομαί τινος, κακότητος Ἐμπεδ. 454.

French (Bailly abrégé)

jeûner.
Étymologie: νῆστις.

English (Strong)

from νῆστις; to abstain from food (religiously): fast.

English (Thayer)

future νηστεύσω; 1st aorist (infinitive νηστεῦσαι (T WH Tr text)), participle νηστεύσας; (from νῆστις, which see); to fast (Vulg. and ecclesiastical writings jejano), i. e. to abstain as a religious exercise from food and drink: either entirely, if the fast lasted but a single day, R G; νηστευει συνεχῶς καί ἄρτον ἐσθίει μόνον μετά ἁλατος καί τό πότον αὐτοῦ ὕδωρ, Acta Thom. § 20. (Aristophanes, Plutarch, mor., p. 626f; Aelian v. h. 5,20; (Josephus, contra Apion 1,34, 5 (where see Müller)); the Sept. for צוּן.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) νήστις
1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός
2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία
3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).