μυρτίνη: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte d’olivier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />sorte d’olivier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρτίνη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[ελιάς]], η [[μυρτήνη]], ή [[είδος]] απιδιάς<br /><b>2.</b> [[μυρτάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρτινος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, a sort of
A olive, Nic.Al.88: μυρτήνη, Hsch. II = μυρτάς 1, Nic.Al.355.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Myrthe; auch eine Art Birn-od. Oelbaum wegen ähnlicher Früchte, Schol. Nic. Al. 88.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ἀπιδιᾶς ἢ ἐλαιοδένδρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 88, ἴδε Σχολ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte d’olivier arbre.
Étymologie: μύρτος.
Greek Monolingual
μυρτίνη, ἡ (Α)
1. είδος ελιάς, η μυρτήνη, ή είδος απιδιάς
2. μυρτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρτινος.