μώλυζα: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(6_9) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μώλυζα''': ἡ, ([[μῶλυ]] ΙΙ) «[[σκόροδον]] ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ. | |lstext='''μώλυζα''': ἡ, ([[μῶλυ]] ΙΙ) «[[σκόροδον]] ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μώλυζα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυτό]] [[κρόμμυον]] το [[σκορδόπρασον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεφαλή]] του σκόρδου («[[μώλυζα]] σκορόδων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μώλυ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ζα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κόνυ</i>-<i>ζα</i>, <i>όρυ</i>-<i>ζα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (
A μῶλυ 11) a head of garlic, σκορόδων Hp.Nat.Mul.85; σκορόδου Id.Mul.1.78.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ (s. μῶλυ), eine Art Knoblauch mit einem einzigen Kopfe, nicht aus mehreren Köpfen bestehend, auch die Zwiebel davon, unio, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μώλυζα: ἡ, (μῶλυ ΙΙ) «σκόροδον ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α μώλυζα)
νεοελλ.
το φυτό κρόμμυον το σκορδόπρασον
αρχ.
κεφαλή του σκόρδου («μώλυζα σκορόδων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μώλυ + κατάλ. -ζα (πρβλ. κόνυ-ζα, όρυ-ζα)].