νοτερός: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]]. | |btext=ά, όν :<br />humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.<br />'''Étymologie:''' [[νότος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νοτερός]], -ά, -όν)<br />[[γεμάτος]] [[υγρασία]], [[υγρός]] (α. «[[κλίμα]] νοτερό» β. «[[ὁπότε]] χειμὼν εἴη [[νοτερός]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λειτουργία]] σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νοτερόν</i><br />η [[υγρασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νοτερά</i><br />με νοτερό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νότος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ερός</i>, <i>φθον</i>-<i>ερός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, (νότος)
A damp, moist, δρόσος Simon. 183.9 ; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.) ; ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.) ; χειμὼν ν. a storm of rain, Th.3.21 ; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.) ; τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U. ; χωρία Onos.8.2 ; τὸ ν. moisture, Pl.Ti.60c.
Greek (Liddell-Scott)
νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l’humidité.
Étymologie: νότος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσ-ερός, φθον-ερός)].