παράλευκος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_17) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράλευκος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ [[λευκόν]], ἐν μέρει [[λευκός]], «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F. | |lstext='''παράλευκος''': -ον, κλίνων πρὸς τὸ [[λευκόν]], ἐν μέρει [[λευκός]], «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] εν μέρει [[λευκός]], [[ασπρειδερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A partly white, Arist.HA524a6, Str.4.4.6.
German (Pape)
[Seite 487] weiß daneben, mit Weiß gemischt; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 319 f.
Greek (Liddell-Scott)
παράλευκος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ λευκόν, ἐν μέρει λευκός, «ἀσπρειδερός», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 10, Ἀθήν. 319F.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που είναι εν μέρει λευκός, ασπρειδερός.