παρεγγράφω: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> inscrire par fraude.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]]. | |btext=<b>1</b> inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;<br /><b>2</b> inscrire par fraude.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγγράφω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[εγγράφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «παρεγγεγραμμένος [[κύκλος]] σε [[τρίγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[κύκλος]] που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[παρενείρω]], [[εισάγω]] αντικανονικά ή [[παράνομα]] («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς διαθήκαις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραποιώ]], [[παραχαράσσω]] («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γράφω]] [[δίπλα]], [[επισυνάπτω]] («παρεγγράφειν τὸ αυτοῡ [[ὄνομα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ραδιουργώ]] («παραγραφέντων<br />ῥαδιουργηθέντων», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παρεγγραφεὶς [[πολίτης]]» ή «παραγεγραμμένος [[πολίτης]]» — [[πολίτης]] που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[γρᾰ],
A write by the side, subjoin, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Pl.Lg.753c. 2 in bad sense, mterpolate, τι ἐν ψηφίσματι Aeschin.3.74, cf. Plu.CG17, Gal.15.9 (Pass.), 17(1).606 ; ἔπος ἐν τῷ καταλόγῳ Str.9.1.10 ; π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Luc. Ind. 19 ; enrol illegally among the citizens, εἰς τοὺς φυλέτας Id.Bis Acc.27 ; παρεγγραφεὶς πολίτης Aeschin.2.76.
German (Pape)
[Seite 510] daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγγράφω: γράφω πλησίον, προσθέτω, ἐπισυνάπτω, τὸ αὑτοῦ ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, παρενείρω, παρεισάγω, τι ἐν ψηφίσματι Αἰσχίν. 64. 15, πρβλ. Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17· π. ἑαυτὸν ταῖς διαθήκαις Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 19· ἐγγράφω παρανόμως, εἰς τοὺς φυλέτας ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 27· παρεγγραφεὶς πολίτης Αἰσχίν. 38. 10· πρβλ. παρέγγραπτος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεγγεγραμμένος· ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις (ἐν)τεταγμένος, δημοποίητος», καὶ «παρεγγραφέντων· ῥᾳδιουργηθέντων».
French (Bailly abrégé)
1 inscrire à côté, ajouter sur un registre ; faire inscrire sur une liste;
2 inscrire par fraude.
Étymologie: παρά, ἐγγράφω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ εγγράφω
νεοελλ.
φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο»
μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών του τριγώνου
(μσν.-αρχ.)
1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς διαθήκαις», Λουκιαν.)
2. παραποιώ, παραχαράσσω («πόσα ἐξαλείφουσι, πόσα παρεγγράφουσι», Ιω. Χρυσ.)
αρχ.
1. γράφω δίπλα, επισυνάπτω («παρεγγράφειν τὸ αυτοῡ ὄνομα», Πλάτ.)
2. ραδιουργώ («παραγραφέντων
ῥαδιουργηθέντων», Ησύχ.)
3. φρ. «παρεγγραφεὶς πολίτης» ή «παραγεγραμμένος πολίτης» — πολίτης που δεν πολιτογραφήθηκε σύμφωνα με τους νόμους.