ποθή: Difference between revisions
ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father
(Autenrieth) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[missing]], [[yearning]] [[for]], [[desire]], [[lack]], Od. 10.505. | |auten=[[missing]], [[yearning]] [[for]], [[desire]], [[lack]], Od. 10.505. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πόθος]], σφοδρή [[επιθυμία]] («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» <b>Ομ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμία]] για [[κάτι]] που λείπει, [[στέρηση]] («[[οὐδέ]] σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», <b>Ομ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπανιότερος τ., [[αντί]] του [[πόθος]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = πόθος, c. gen., longing, desire for . ., ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Il.6.362, cf. 14.368, etc.; σῇ ποθῇ from longing after thee, 19.321: in late Prose, π. ψυχροῦ ἠέρος Aret.SA1.7. 2 c. gen. rei, want of... ξενίων Od.15.514,546.
German (Pape)
[Seite 644] ἡ, = πόθος, Wunsch, Verlangen, Sehnsucht wonach; τινός, Il. 14, 368 u. öfter, Od. 2, 126. 15, 545; σῇ ποθῇ, aus Sehnsucht nach dir, 19, 321.
Greek (Liddell-Scott)
ποθή: ἡ, = πόθος, ἰσχυρὰ ἐπιθυμία πρός τινα, πόθος, ... ἐμεῖο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν Ἰλ. Ζ. 362, πρβλ. Ξ. 368, κτλ.· σῇ ποθῇ, ἐξ ἐπιθυμίας ἢ πόθου πρός σε, Τ. 321. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἔλλειψις, Ὀδ. Ο. 514, 546.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 regret, désir;
2 manque de (qch).
Étymologie: πόθος.
English (Autenrieth)
missing, yearning for, desire, lack, Od. 10.505.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. πόθος, σφοδρή επιθυμία («οἵ μέγ' ἐμεῑο ποθὴν ἀπεόντος ἔχουσιν» Ομ.)
2. επιθυμία για κάτι που λείπει, στέρηση («οὐδέ σε ποθὴ ἴσχει ἀνδρῶν ξένων», Ομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ., αντί του πόθος, με αλλαγή γένους].