ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />râle, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρτυξ]], [[μήτρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀρτυγομήτρα]])<br />[[είδος]] πτηνού το οποίο αποδημεί [[μαζί]] με τα ορτύκια, πιθ. το [[πτηνό]] [[κρεξ]], κν. [[ορτυγομάνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] της Λητούς στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[μήτρα]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγομήτρα Medium diacritics: ὀρτυγομήτρα Low diacritics: ορτυγομήτρα Capitals: ΟΡΤΥΓΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: ortygomḗtra Transliteration B: ortygomētra Transliteration C: ortygomitra Beta Code: o)rtugomh/tra

English (LSJ)

ἡ,

   A a bird which migrates with quails, perh. corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31 ; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.

Greek Monolingual

η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.