ὀκταέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(28)
(28)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έτις, -άετες (Α [[ὀκταέτης]], -έτις, -άετες)<br /><b>βλ.</b> [[οκταετής]].
|mltxt=και [[οχταετής]], -ές και [[οκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις ὀκταετής, -ές και [[ὀκταέτης]], -άετες, θηλ. και -έτις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[οκτώ]] ετών («[[παιδί]] οκταετές»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[οκτώ]] έτη (α. «[[οκταετής]] [[περίοδος]]» β. «ἡ μὲν νῡν [[ἐπίγαμος]], ἡ δὲ [[ὀκταέτις]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> / -[[έτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>ετής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταέτης Medium diacritics: ὀκταέτης Low diacritics: οκταέτης Capitals: ΟΚΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: oktaétēs Transliteration B: oktaetēs Transliteration C: oktaetis Beta Code: o)ktae/ths

English (LSJ)

ες,

   A eight years old, Hp.Epid.1.10 ; of eight years, χρόνος D.S.17.94 :—fem. ὀκτα-έτις, ἡ, IG4.620, Pl.Ep.361d.

German (Pape)

[Seite 317] ες, achtjährig, χρόνος, D. Sic. 17, 94.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, χρόνος Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de huit ans.
Étymologie: ὀκτώ, ἔτος.

Greek Monolingual

και οχταετής, -ές και οκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις (Α ὀκταετής, -ές και ὀκταέτης, -άετες, θηλ. και -έτις)
1. αυτός που έχει ηλικία οκτώ ετών («παιδί οκταετές»)
2. αυτός που διαρκεί οκτώ έτη (α. «οκταετής περίοδος» β. «ἡ μὲν νῡν ἐπίγαμος, ἡ δὲ ὀκταέτις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. εξα-ετής].