ὀλολυγμός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(eksahir)
(28)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[lamento]]
|esgtx=[[lamento]]
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀλολυγμός]]) [[ολολύζω]]<br />[[ολολυγή]], [[σκούξιμο]], [[κλάμα]] με φωνές και κραυγές, [[γοερός]] [[θρήνος]], [[οδυρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]], [[ιδίως]] τών [[γυναικών]], χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα [[τῆδε]] λαμπάδι ἐπορθιάζειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> θριαμβευτικό [[άσμα]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγμός Medium diacritics: ὀλολυγμός Low diacritics: ολολυγμός Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: ololygmós Transliteration B: ololygmos Transliteration C: ololygmos Beta Code: o)lolugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods, ὀ. ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 ; ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28, cf. 595, E.Or.1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323 : pl., Epicur.Fr.143,419 ; song of triumph, ἐφυμνῆσαι . . ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch.387 (lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολυγμός: ὁ, ἰσχυρὰ μετὰ λαρυγγισμοῦ κραυγή, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρᾶς, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν (πρβλ. ὀλολύζω), ὀλ. ἱρὸν ... παιάνισον Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὀλ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28, πρβλ. 595, Εὐρ. Ὀρ. 1137· ― θλίψεως δὲ μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 386, ἐφυμνῆσαι ... ὀλ. ἀνδρὸς θεινομένου.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ὀλολυγή.
Étymologie: ὀλολύζω.

Spanish

lamento

Greek Monolingual

ο (Α ὀλολυγμός) ολολύζω
ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)
2. θριαμβευτικό άσμα.