ὀνοματίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(9)
 
(29)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=o)nomati/zw
|Beta Code=o)nomati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dispute about names</b>, Gal.18(2).870.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dispute about names</b>, Gal.18(2).870.</span>
}}
{{grml
|mltxt=και [[νοματίζω]] (Α [[ὀνοματίζω]] [[όνομα]]<br /><b>νεοελλ.</b>1. [[δίνω]] όνομα σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[ονομάζω]]<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου ή [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, [[κατονομάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταγγέλλω]] ονομαστικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιλονικώ]] για τα ονόματα<br /><b>2.</b> [[κάνω]] άσκοπη [[χρήση]] ονόματος.
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτίζω Medium diacritics: ὀνοματίζω Low diacritics: ονοματίζω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: onomatízō Transliteration B: onomatizō Transliteration C: onomatizo Beta Code: o)nomati/zw

English (LSJ)

   A dispute about names, Gal.18(2).870.

Greek Monolingual

και νοματίζωὀνοματίζω όνομα
νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω
2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω
3. καταγγέλλω ονομαστικά
αρχ.
1. φιλονικώ για τα ονόματα
2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος.