παιδευτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut apprendre.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παιδευτός]], -ή, -όν (Α) [[παιδεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να μάθει με [[διδασκαλία]], αυτός που αποκτάται με [[εκπαίδευση]] («παιδευτὴν [[εἶναι]] ἀρετήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[επιδεκτικός]] παιδεύσεως.
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδευτός Medium diacritics: παιδευτός Low diacritics: παιδευτός Capitals: ΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: paideutós Transliteration B: paideutos Transliteration C: paideftos Beta Code: paideuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.

German (Pape)

[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.

Greek Monolingual

παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.