παιδοφόντης: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_19) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παιδοφόντης''': -ου, ὁ, = [[παιδοφονεύς]], Φίλων 2. 581. | |lstext='''παιδοφόντης''': -ου, ὁ, = [[παιδοφονεύς]], Φίλων 2. 581. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παιδοφόντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που φονεύει [[παιδιά]], [[παιδοκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]», κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρο</i>-[[φόντης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = παιδοφονεύς, Ph.2.581.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφόντης: -ου, ὁ, = παιδοφονεύς, Φίλων 2. 581.
Greek Monolingual
παιδοφόντης, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόντης (< θείνω «φονεύω», κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης.