παλτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />lancé : παλτὸν [[πῦρ]] l’éclair <i>ou</i> la foudre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πάλλω]].
|btext=ή, όν :<br />lancé : παλτὸν [[πῦρ]] l’éclair <i>ou</i> la foudre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς.
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλτός Medium diacritics: παλτός Low diacritics: παλτός Capitals: ΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: paltós Transliteration B: paltos Transliteration C: paltos Beta Code: palto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A brandished, hurled, πῦρ S.Ant.131 (lyr.).    II as Subst. παλτόν, τό, missile, dart, A.Fr.16; of a light spear used by the Persian cavalry, X.Cyr.4.3.9, 6.2.16, cf. Arr.Fr.158 J.; projectile discharged from a catapult, Id.Tact.43.1.

German (Pape)

[Seite 453] geschwungen, πῦρ, der Blitz, Soph. Ant. 131.

Greek (Liddell-Scott)

παλτός: -ή, -όν, ὁ παλλόμενος, παλτὸν πῦρ, τὸ κεραύνιον, Σοφ. Ἀντ. 131. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. παλτόν, τό, πᾶν ὅ,τι πάλλεται πρὸς ἐξακόντισιν, μάλιστα ἀκόντιον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· ὅπερ ὁ Ξεν. περιγράφει ὡς ἐλαφρὸν δόρυ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἱππεῦσι τῶν Περσῶν εἴτε ὡς δόρυ εἴτε ὡς ἀκόντιον, Κύρ. 4. 3, 9., 6. 2, 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lancé : παλτὸν πῦρ l’éclair ou la foudre.
Étymologie: adj. verb. de πάλλω.

Greek Monolingual

παλτός, -ή, -όν (Α) πάλλω
1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν
α) βέλος
β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη
γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες ιππείς.