πανδημία: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />peuple entier ; <i>adv.</i> • πανδημίᾳ ESCHL <i>c.</i> [[πανδημεί]].<br />'''Étymologie:''' [[πάνδημος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />peuple entier ; <i>adv.</i> • πανδημίᾳ ESCHL <i>c.</i> [[πανδημεί]].<br />'''Étymologie:''' [[πάνδημος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πάνδημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιδημία]] που εξαπλώνεται [[γρήγορα]] και προσβάλλει [[ολόκληρο]] τον πληθυσμό μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολόκληρος]] ο [[λαός]] της πόλεως<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>πανδημίᾳ</i><br />[[πανδημεί]], όλοι [[μαζί]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδημία Medium diacritics: πανδημία Low diacritics: πανδημία Capitals: ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Transliteration A: pandēmía Transliteration B: pandēmia Transliteration C: pandimia Beta Code: pandhmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the whole people, π. ἐξάγειν Pl.Lg.829b; π. καθιστάναι, of Theseus in Attica, Arist.Fr.384, Plu.Thes.25; πανδημίᾳ, as Adv., = πανδημεί, A.Supp. 607.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, das ganze Volk; Plat. Legg. VII, 829 a πανδημίαν ἐξάγειν; – πανδημίᾳ, = Vorigem, Aesch. Suppl. 602.

Greek (Liddell-Scott)

πανδημία: ἡ, σύμπαςλαός, π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες ὁμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peuple entier ; adv. • πανδημίᾳ ESCHL c. πανδημεί.
Étymologie: πάνδημος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πάνδημος
νεοελλ.
επιδημία που εξαπλώνεται γρήγορα και προσβάλλει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας
αρχ.
1. ολόκληρος ο λαός της πόλεως
2. (η δοτ. ως επίρρ.) πανδημίᾳ
πανδημεί, όλοι μαζί.