παράπληκτος: Difference between revisions
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />frappé de démence.<br />'''Étymologie:''' [[παραπλήσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παράπληκτος]], -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ [[παραπλήσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[παραπληγία]], [[παραπληγικός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παράπληκτον</i><br />με μανιώδη τρόπο, με [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μανιακός]], [[παράφρονας]], [[τρελός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. παρά-πλακτος, ον,
A frenzy-stricken, χείρ S.Aj.230 (lyr.) ; ὀμφά Melanipp.4.4 ; mad, LXX De.28.34. II = foreg., π. τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp.Aër. 10.
German (Pape)
[Seite 494] verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράπληκτος: -ον, μαινόμενος, μανικός, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ παραπληκτικός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ παραπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον
με μανιώδη τρόπο, με μανία
αρχ.
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).