παράφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_15)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ πλησίον ἠχῶν, παράφωνοι, οἱ, ἁρμονίαι τινὲς οἵα ἡ διὰ [[πέντε]], Λογγῖν. 28. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Weisk. ἀλλὰ παρὰ τῷ Gaudent., «παράφωνοι δὲ φθόγγοι οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει (κράσει Meibom.) σύμφωνοι» κτλ.
|lstext='''παράφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ πλησίον ἠχῶν, παράφωνοι, οἱ, ἁρμονίαι τινὲς οἵα ἡ διὰ [[πέντε]], Λογγῖν. 28. 2, [[ἔνθα]] ἴδε Weisk. ἀλλὰ παρὰ τῷ Gaudent., «παράφωνοι δὲ φθόγγοι οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει (κράσει Meibom.) σύμφωνοι» κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παράφωνος]], -ον ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί [[κακώς]], που παραβιάζει την [[αρμονία]], [[δυσαρμονικός]], [[παράχορδος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κακόφωνος]], [[παράτονος]], [[φάλτσος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ παράφωνοι</i><br />(ενν. <i>φθόγγοι</i>) μερικές συμφωνίες αρμονίες, όπως η διά [[πέντε]]<br /><b>3.</b> ο [[μέσος]] [[φθόγγος]] [[μεταξύ]] συμφωνίας και παραφωνίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράφωνα</i> / <i>παραφώνως</i> ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφωνα, φάλτσα<br /><b>αρχ.</b><br />με [[συνήχηση]] φθόγγων, με [[συμφωνία]], με [[αρμονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφωνος Medium diacritics: παράφωνος Low diacritics: παράφωνος Capitals: ΠΑΡΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: paráphōnos Transliteration B: paraphōnos Transliteration C: parafonos Beta Code: para/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A sounding beside παράφωνοι, οἱ, accompaniment, obbligato, Longin.28.1.    II sounds midway between consonances and dissonances, e.g. the tritone, Gaud.Harm.8.

German (Pape)

[Seite 507] daneben tönend; τὰ παράφωνα, die mit anklingenden Töne, Longin. de subl. 28, 1; φθόγγοι, Music.

Greek (Liddell-Scott)

παράφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ πλησίον ἠχῶν, παράφωνοι, οἱ, ἁρμονίαι τινὲς οἵα ἡ διὰ πέντε, Λογγῖν. 28. 2, ἔνθα ἴδε Weisk. ἀλλὰ παρὰ τῷ Gaudent., «παράφωνοι δὲ φθόγγοι οἱ μέσοι μὲν συμφώνου καὶ διαφώνου, ἐν δὲ τῇ κρούσει (κράσει Meibom.) σύμφωνοι» κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παράφωνος, -ον ΝΑ
νεοελλ.
1. (για μουσ. φθόγγο) αυτός που ηχεί κακώς, που παραβιάζει την αρμονία, δυσαρμονικός, παράχορδος
2. (για πρόσ.) κακόφωνος, παράτονος, φάλτσος
αρχ.
1. μουσ. αυτός που συνηχεί, που βγάζει ήχους ή φθόγγους μαζί με άλλον
2. στον πληθ. οἱ παράφωνοι
(ενν. φθόγγοι) μερικές συμφωνίες αρμονίες, όπως η διά πέντε
3. ο μέσος φθόγγος μεταξύ συμφωνίας και παραφωνίας.
επίρρ...
παράφωνα / παραφώνως ΝΑ
νεοελλ.
κακόφωνα, φάλτσα
αρχ.
με συνήχηση φθόγγων, με συμφωνία, με αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φωνός (< φωνή)].