παρωνυχία: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l’ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />panaris, abcès à la racine de l’ongle.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄνυξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[οξεία]] ή [[χρόνια]] [[φλεγμονή]] της πτυχής που περιβάλλει το [[νύχι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]], το [[αφέψημα]] του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. [[καλαγκάθι]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[παρωνύχιο]], η [[πτυχή]] [[γύρω]] από το [[νύχι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ακρ</i>-<i>ωνυχία</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d. II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3. III trifle, Plb.12.4a.1.
German (Pape)
[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.
Greek (Liddell-Scott)
παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l’ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].