παυσίλυπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apaise le chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[λύπη]].
|btext=ος, ον :<br />qui apaise le chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[παύω]], [[λύπη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίλυπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη [[λύπη]] («[[παυσίλυπος]] [[ἄμπελος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Παυσίλυπον</i><br />[[έπαυλη]] του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άντρον του Παυσίλυπου» — [[σήραγγα]] [[πάνω]] από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος [[τάφος]] του Βεργιλίου<br />β) «ὁ [[παυσίλυπος]] [[οἶκος]]» — ο [[τάφος]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>λυπος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυσίλῡπος Medium diacritics: παυσίλυπος Low diacritics: παυσίλυπος Capitals: ΠΑΥΣΙΛΥΠΟΣ
Transliteration A: pausílypos Transliteration B: pausilypos Transliteration C: pafsilypos Beta Code: pausi/lupos

English (LSJ)

ον,

   A ending pain, Ζεύς S.Fr.425 (lyr.) ; ἄμπελος E.Ba.772 ; ὁ π. οἶκος, i.e. the grave, IG14.2136.

German (Pape)

[Seite 538] schmerzstillend; ἄμπελος, Eur. Bacch. 771; Zeus heißt so Soph. frg. 375 beim Schol. Pind. I. 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

παυσίλῡπος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν λύπην ἢ τὸν πόνον, Ζεὺς Σοφ. Ἀποσπ. 375· ἄμπελος Εὐρ. Βάκχ. 772· ὁ π. οἶκος, δηλ. ὁ τάφος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise le chagrin.
Étymologie: παύω, λύπη.

Greek Monolingual

-η, -ο / παυσίλυπος, -ον, ΝΑ
αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπηπαυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.)
αρχ.
1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον
έπαυλη του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας
2. φρ. α) «άντρον του Παυσίλυπου» — σήραγγα πάνω από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος τάφος του Βεργιλίου
β) «ὁ παυσίλυπος οἶκος» — ο τάφος επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].