πειθαρχία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />obéissance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />obéissance.<br />'''Étymologie:''' [[πείθαρχος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />το να υπακούει [[κανείς]] στις αρχές, στους ανωτέρους και σε [[καθετί]] που επιβάλλεται από νόμο ή [[διαταγή]] («[[πειθαρχία]] γὰρ ἐστι εὐπραξίας [[μήτηρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «στρατιωτική [[πειθαρχία]]» — η αυστηρή [[υπακοή]] [[κάθε]] κατώτερου σε βαθμό σε [[κάθε]] ανώτερο του σε θέματα που αφορούν [[εκτέλεση]] υπηρεσίας<br />β) «[[πειθαρχία]] πορείας»<br /><b>στρατ.</b> η [[ακριβής]] [[συμμόρφωση]] στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις<br />γ) «[[πειθαρχία]] [[πυρός]]»<br /><b>στρατ.</b> η πιστή [[τήρηση]] τών διαταγών και τών κανόνων για την [[εκτέλεση]] βολής από τους πυροβολητές [[κατά]] τον βομβαρδισμό ενός στόχου<br />δ) «[[τυφλή]] [[πειθαρχία]]» — [[πλήρης]] και [[χωρίς]] όρους [[υπακοή]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[υποταγή]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχία Medium diacritics: πειθαρχία Low diacritics: πειθαρχία Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Transliteration A: peitharchía Transliteration B: peitharchia Transliteration C: peitharchia Beta Code: peiqarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R.538e.

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγήπειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.