περικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(SL_2)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>περικτῐονες</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
|sltr=<b>περικτῐονες</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
}}
{{grml
|mltxt=-όνων, οἱ, Α<br />περίοικοι, γείτονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτίονες</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμφι</i>-<i>κτίονες</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίονες Medium diacritics: περικτίονες Low diacritics: περικτίονες Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: periktíones Transliteration B: periktiones Transliteration C: periktiones Beta Code: perikti/ones

English (LSJ)

[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες)

   A dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109 ; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.— Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants d’alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.

English (Autenrieth)

(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.

English (Slater)

περικτῐονες
   1 those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)

Greek Monolingual

-όνων, οἱ, Α
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφι-κτίονες].