περιπόνηρος: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]]. | |btext=ος, ον :<br />très méchant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πονηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(ως [[λογοπαίγνιο]] στη λ. [[περιφόρητος]]) πολύ [[κακός]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] πολύ κακής διαθέσεως («ὁ [[περιπόνηρος]] Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπονήρως</i> Μ<br />με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή [[διάθεση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A very rascally, as a pun on περιφόρητος, Ἀρτέμων Ar.Ach.850.
German (Pape)
[Seite 589] sehr schlecht, Ar. Ach. 850.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόνηρος: -ον, λίαν πονηρός, ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς λέξ. περιφόρητος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 850. ― Ἐπίρρ. -ρως, Εὐστ. Πονημάτ. 161. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très méchant.
Étymologie: περί, πονηρός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.).
επίρρ...
περιπονήρως Μ
με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση.