περιπευκής: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(Autenrieth) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές: [[very]] [[sharp]], Il. 11.845†. | |auten=ές: [[very]] [[sharp]], Il. 11.845†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>εχε</i>-[[πευκής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (πεύκη)
A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].