περίφημος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_15)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίφημος''': -ον, ([[φήμη]]) ὡς καὶ νῦν, [[λίαν]] πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, [[Πολυδ]]. Ε΄, 158.
|lstext='''περίφημος''': -ον, ([[φήμη]]) ὡς καὶ νῦν, [[λίαν]] πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, [[Πολυδ]]. Ε΄, 158.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίφημος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φήμη]] έχει εξαπλωθεί [[παντού]], [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]], [[ονομαστός]] («[[περίφημος]] [[ποιητής]]»)<br /><b>2.</b> [[εξαίρετος]], [[εξαιρετικός]], [[θαυμαστός]] («περίφημο [[κρασί]]»)<br /><b>3.</b> <b>ειρων.</b> [[διαβόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφημος Medium diacritics: περίφημος Low diacritics: περίφημος Capitals: ΠΕΡΙΦΗΜΟΣ
Transliteration A: períphēmos Transliteration B: periphēmos Transliteration C: perifimos Beta Code: peri/fhmos

English (LSJ)

ον, (φήμη)

   A very famous, Archil. 63, Orph.A.24, Poll.5.158.    II in bad sense, notorious, Paul.Al. N.3.

German (Pape)

[Seite 599] sehr bekannt, berühmt, Orph. Arg. 24.

Greek (Liddell-Scott)

περίφημος: -ον, (φήμη) ὡς καὶ νῦν, λίαν πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, Πολυδ. Ε΄, 158.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφημος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός του οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί παντού, περιώνυμος, ξακουστός, ονομαστόςπερίφημος ποιητής»)
2. εξαίρετος, εξαιρετικός, θαυμαστός («περίφημο κρασί»)
3. ειρων. διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φημος (< φήμη)].