ποδόψηστρον: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tapis.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
|btext=ου (τό) :<br />tapis.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ψάθα]] στην είσοδο για τον καθαρισμό τών [[υποδημάτων]] από τις λάσπες ή το [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ψηστρον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ψη</i>- του <i>ψάω</i>/ <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[αγγίζω]] [[ελαφρώς]], [[σφουγγίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i>, με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>ψησ</i>-<i>μαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ψηστρον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδόψηστρον Medium diacritics: ποδόψηστρον Low diacritics: ποδόψηστρον Capitals: ΠΟΔΟΨΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: podópsēstron Transliteration B: podopsēstron Transliteration C: podopsistron Beta Code: podo/yhstron

English (LSJ)

τό, (ψάω)

   A footwiper, footcloth, A.Ag.926.

German (Pape)

[Seite 643] τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.

Greek (Liddell-Scott)

ποδόψηστρον: τό, (ψάω) μάκτρον τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tapis.
Étymologie: πούς, ψάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- του ψάω/ ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. -ψησ-μαι), πρβλ. από-ψηστρον].