πολύφλοισβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φλοῖσβος]]): loudroaring, [[always]] πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
|auten=([[φλοῖσβος]]): loudroaring, [[always]] πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφλοισβος]], -ον, ΝΑ<br />(για [[θάλασσα]] και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, [[πολυτάραχος]], [[θορυβώδης]] (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέλαθρο ή [[συμπόσιο]]) ο [[γεμάτος]] θόρυβο<br /><b>2.</b> [[υπερπλήρης]], [[ξέχειλος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πολύφλοισβος]] [[σπουδή]]» — συγκεχυμένη [[μελέτη]], συγκεχυμένη [[πραγματεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυφλοίσβως</i><br />[[κατά]] τρόπο πολύφλοισβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλοῖσβος]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>φλοισβος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφλοισβος Medium diacritics: πολύφλοισβος Low diacritics: πολύφλοισβος Capitals: ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: polýphloisbos Transliteration B: polyphloisbos Transliteration C: polyfloisvos Beta Code: polu/floisbos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, θάλασσα Il.1.34, Hes. Op.648, Archil.9.3, Diph.126.4, etc.; σπουδή confused dissertation, Olymp.Alch.p.92 B.

German (Pape)

[Seite 676] viel od. laut rauschend; Beiname des Meeres, Il. 1, 34. 6, 347 u. öfter, wie Hes.; Archil. 48 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφλοισβος: -ον, πολύηχος, πολυτάραχος, πολυκίνητος, πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: πολύς, φλοῖσβος.

English (Autenrieth)

(φλοῖσβος): loudroaring, always πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ
(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.
β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο
2. υπερπλήρης, ξέχειλος
3. μτφ. άφθονος
4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.
επίρρ...
πολυφλοίσβως
κατά τρόπο πολύφλοισβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].