ποτανός: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(SL_2)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ποτᾱνός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[winged]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> pl. pro subs. ἔστι δ' αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῖς (N. 3.80) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met., [[soaring]], [[inspired]] ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (Heyne: ποτηνὸς codd.: sc. Ἀρκεσίλας) (P. 5.114) τὸ δ' ἐν [[ποσί]] μοι τράχον [[ἴτω]] τεὸν [[χρέος]], ὦ παῖ, νεώτατον [[καλῶν]], ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ (P. 8.34) [[ἐπεὶ]] ψεύδεσί οἱ (= Ὁμήρῳ) ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.22) πο]τανὸν [[ἅρμα]] Μοισα[ (vel πτανὸν) Πα. 7B. 13.
|sltr=<b>ποτᾱνός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[winged]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> pl. pro subs. ἔστι δ' αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῖς (N. 3.80) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met., [[soaring]], [[inspired]] ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (Heyne: ποτηνὸς codd.: sc. Ἀρκεσίλας) (P. 5.114) τὸ δ' ἐν [[ποσί]] μοι τράχον [[ἴτω]] τεὸν [[χρέος]], ὦ παῖ, νεώτατον [[καλῶν]], ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ (P. 8.34) [[ἐπεὶ]] ψεύδεσί οἱ (= Ὁμήρῳ) ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.22) πο]τανὸν [[ἅρμα]] Μοισα[ (vel πτανὸν) Πα. 7B. 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, και [[ποτηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ο [[φτερωτός]] (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποτανὰ πέδιλα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ποτανά</i><br />τα πτηνά («αἰετὸς [[ὠκὺς]] ἐν ποτανοῑς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί [[υψηλά]] πετάγματα στην [[τέχνη]], ο εμπνευσμένος [[ποιητής]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή [[τέχνη]], η [[ποίηση]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) <b>παροιμ.</b> «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό [[παιδί]] κυνηγάει το [[πουλί]] να τὸ πιάσει, [[δηλαδή]] [[είναι]] [[μάταιος]] [[κόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πέτομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> [[τραγανός]]). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. [[ποτή]] ή από το ρ. [[ποτάομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾱνός Medium diacritics: ποτανός Low diacritics: ποτανός Capitals: ΠΟΤΑΝΟΣ
Transliteration A: potanós Transliteration B: potanos Transliteration C: potanos Beta Code: potano/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A winged, flying, ἐν ποτανοῖς among fowls, Pi.N.3.80; π. οἰωνοί E.Hel.1478 (lyr.); πέδιλα Id.El.460 (lyr.); π. εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Id.Supp.620 (lyr.), cf. 1142 (lyr.): prov. of vain pursuits, διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag.394 (lyr.): metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i.e. soaring in the arts of the Muses, Pi.P.5.114; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i.e. by poesy, Id.N.7.22; ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ Id.P. 8.34; ποταναὶ (v.l. ποτ' αἰναὶ) τευθίδες Epich.61.—Dor. for ποτηνός, which occurs only in Poet. ap. Pl.Phdr.252b.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt ποτηνός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾱνός: -ή, -όν, πτηνός, πετόμενος, κεκτημένος πτέρυγας, Πινδ. Π. 8. 48· ἐν ποτανοῖς, ἐν πτηνοῖς, ὁ αὐτ. 3. 140· π. οἰωνοὶ Εὐρ. Ἑλ. 1478· πέδιλα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 160· π. εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 621, πρβλ. 1142· ― παροιμ., ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), ποτανὸν διώκειν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· μεταφορ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, πετόμενος ὑψηλὰ ἐν ταῖς τέχναις τῶν Μουσῶν, Πινδ. Π. 5. 153· ποτανᾷ μαχανᾷ, διὰ τῆς ὑψηλὰ πετομένης τέχνης, δηλ. τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 31· ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 48· ― Κυρίως Δωρ. ἀντὶ ποτηνός, ὅπερ ὅμως ἀπαντᾷ μόνον ἐν ποιητικῷ τινι χωρίῳ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 252Β.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ποτηνός.

English (Slater)

ποτᾱνός
   1 winged
   a pl. pro subs. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς (N. 3.80)
   b met., soaring, inspired ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (Heyne: ποτηνὸς codd.: sc. Ἀρκεσίλας) (P. 5.114) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ (P. 8.34) ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ (= Ὁμήρῳ) ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.22) πο]τανὸν ἅρμα Μοισα[ (vel πτανὸν) Πα. 7B. 13.

Greek Monolingual

-ά, -όν, και ποτηνός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ.
β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανά
τα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.)
3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί υψηλά πετάγματα στην τέχνη, ο εμπνευσμένος ποιητής (Πίνδ.)
β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή τέχνη, η ποίηση (Πίνδ.)
γ) παροιμ. «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό παιδί κυνηγάει το πουλί να τὸ πιάσει, δηλαδή είναι μάταιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- του πέτομαι + επίθημα -ανός (πρβλ. τραγανός). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. ποτή ή από το ρ. ποτάομαι.