πραΰτροπος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰς]], [[τρόπος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.<br />'''Étymologie:''' [[πραΰς]], [[τρόπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πράος]], [[ήπιος]] στους τρόπους<br /><b>2.</b> (και σχετικά με λόγο) [[γλυκός]], [[ήμερος]] («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πραΰς</i>, αθέματη [[μορφή]] του [[πρᾶος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ποικιλό</i>-<i>τροπος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].