προδιίστημι: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(13_2)
(34)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[ἵστημι]]), vorher aus einander stellen, trennen, u. in den intr. tempp. vorher aus einander treten, sich trennen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[ἵστημι]]), vorher aus einander stellen, trennen, u. in den intr. tempp. vorher aus einander treten, sich trennen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτείνω]], [[διαστέλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[προδιίσταμαι]]<br />α) [[σπέρνω]] τη [[διχόνοια]] («προδιέστη τὸ [[κατά]] χώραν [[πλῆθος]]», <b>Ιώσ.</b>)<br />β) [[διίσταμαι]], [[διαφωνώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>προδιεστάμενος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει αποφασιστεί εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διίστημι]] «[[διακρίνω]], διαχωρίζομαι»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιίστημι Medium diacritics: προδιίστημι Low diacritics: προδιίστημι Capitals: ΠΡΟΔΙΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: prodiístēmi Transliteration B: prodiistēmi Transliteration C: prodiistimi Beta Code: prodii/sthmi

English (LSJ)

   A dilate previously, Antyll. ap. Orib.6.10.14:— Pass., Sor.1.65.    II Pass., fall into discord beforehand, πρό τινος J.BJ4.3.2.    III pf. part. Pass. -διεσταμένος fixed, determined beforehand, PRein.7.11(ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 716] (s. ἵστημι), vorher aus einander stellen, trennen, u. in den intr. tempp. vorher aus einander treten, sich trennen, Sp.

Greek Monolingual

Α
1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως
2. παθ. προδιίσταμαι
α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.)
β) διίσταμαι, διαφωνώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, -ένη, -ον
αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει αποφασιστεί εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διίστημι «διακρίνω, διαχωρίζομαι»].