προδιίστημι

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιίστημι Medium diacritics: προδιίστημι Low diacritics: προδιίστημι Capitals: ΠΡΟΔΙΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: prodiístēmi Transliteration B: prodiistēmi Transliteration C: prodiistimi Beta Code: prodii/sthmi

English (LSJ)

A dilate previously, Antyll. ap. Orib.6.10.14:—Pass., Sor.1.65.
II Pass., fall into discord beforehand, πρό τινος J.BJ4.3.2.
III pf. part. Pass. -διεσταμένος fixed, determined beforehand, PRein.7.11(ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 716] (s. ἵστημι), vorher aus einander stellen, trennen, u. in den intr. tempp. vorher aus einander treten, sich trennen, Sp.

Greek Monolingual

Α
1. εκτείνω, διαστέλλω προηγουμένως
2. παθ. προδιίσταμαι
α) σπέρνω τη διχόνοια («προδιέστη τὸ κατά χώραν πλῆθος», Ιώσ.)
β) διίσταμαι, διαφωνώ
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) προδιεστάμενος, -ένη, -ον
αυτός που έχει καθοριστεί, που έχει αποφασιστεί εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διίστημι «διακρίνω, διαχωρίζομαι»].