προσανάγω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]].
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσανάγομαι</i><br />άγομαι, οδηγούμαι [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάγω Medium diacritics: προσανάγω Low diacritics: προσανάγω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΓΩ
Transliteration A: prosanágō Transliteration B: prosanagō Transliteration C: prosanago Beta Code: prosana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], Dor. ποτ-,

   A carry up to, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Hymn.Is.161:—Pass., to be drawn up, πρός τι v.l. for προσαγ- in D.H.Comp.14.    2 seemingly intr., come up to, approach, f.l. for προσαγαγοῦσαν in Plu.2.564c; π. τῇ γῇ approached the land, Id.Pyrrh.15.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἄγω), daran in die Höhe führen; D. Hal. de C. V. 14 τῆς γλώσσης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν προσαναγομένης, – sc. τὴν ναῦν, landen, Plut. Pyrrh. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάγω: ἀνάγω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζω, ἐς φάος ἐκ βυθίας ποτανάγαγον ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., ἀνέρχομαι πρός..., πλησιάζω, Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν ὀπίσω πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15.

French (Bailly abrégé)

f. προσανάξω, ao.2 προσανήγαγον, etc.
s’approcher de, τινι.
Étymologie: πρός, ἀνάγω.

Greek Monolingual

Α ἀνάγω
1. ανυψώνω κάτι προς κάτι άλλο
2. (αμτβ.) προσεγγίζω, πλησιάζω
3. παθ. προσανάγομαι
άγομαι, οδηγούμαι προς τα επάνω
4. φρ. «προσανάγειν τῇ γῇ» — προσορμίζομαι εκ νέου.