προσαυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(6_23)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι, [[προάγω]], [[ἐνισχύω]], Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.
|lstext='''προσαυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι, [[προάγω]], [[ἐνισχύω]], Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσαύξω]] Α [[αὐξάνω]]/[[αὔξω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ακόμα]] μεγαλύτερο ή περισσότερο, [[αυξάνω]], [[ενισχύω]]<br /><b>2.</b> αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαυξάνω Medium diacritics: προσαυξάνω Low diacritics: προσαυξάνω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: prosauxánō Transliteration B: prosauxanō Transliteration C: prosafksano Beta Code: prosauca/nw

English (LSJ)

and προσαυξ-αύξω,

   A increase, enhance, promote, προσαυξήσασά τινα τοῖς φιλανθρώποις honouring him with... Plb.32.1.6; π. τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν confirm it, Id.28.20.6:— more freq. in Pass., προσαύξομαι Hp.Vict.1.7: pf. inf. προσηυξῆσθαι Thphr.HP1.8.5, cf. CP 1.9.1; τὸ χρυσίον ἐκ τοῦ φορτίου Them.Or.23.286a.    2 add, ἄλλο . . ἀγαθόν SIG399.32 (Delph., iii B.C.):—Pass., to be added, τινι Philet.3.    II intr. in Act., wax, increase, Vett. Val.42.2, 44.9.

German (Pape)

[Seite 752] (s. αὐξάνω), nach dazu vermehren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

προσαυξάνω: καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― αὐξάνω τι, προάγω, ἐνισχύω, Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, προσαύξω Α αὐξάνω/αὔξω
1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω
2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.)
αρχ.
προσθέτω σε κάτι.