προσκαρτερώ: Difference between revisions
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(35) |
(No difference)
|
Revision as of 12:23, 29 September 2017
Greek Monolingual
προσκαρτερῶ, -έω, ΝΜΑ καρτερῶ
επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.)
νεοελλ.
δεν χάνω το θάρρος μου
αρχ.
1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και του είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ», ΚΔ.)
2. (για υπηρέτη) μένω στην υπηρεσία κάποιου
3. παραμένω σε αναμονή στο δικαστήριο («προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ», πάπ.)
4. επιδίδομαι με ζήλο σε ένα έργο ή σε μια ασχολία, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι («προσκαρτερεῑν τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ», πάπ.)
5. (για πρόσ.) αναμένω («προσκαρτερεῑν ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται», πάπ.)
6. φρ. «ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος» — ο χρόνος του οποίου γίνεται επιμελής χρήση (Διόδ.).