προσνεύω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se pencher vers, s’incliner;<br /><b>2</b> donner son assentiment.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]]. | |btext=<b>1</b> se pencher vers, s’incliner;<br /><b>2</b> donner son assentiment.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ [[νεύω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμφωνώ]] νεύοντας καταφατικά, [[συγκατανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρνω]] το [[κεφάλι]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[κλίση]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] στην [[πάλη]]) [[πέφτω]] [[επάνω]]<br /><b>4.</b> (για γεωγραφικές θέσεις) [[βλέπω]] [[προς]] μια [[διεύθυνση]] («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῡτο τὸ [[μέρος]] προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>αστρολ.</b> (για πλανήτη) [[προσεγγίζω]]<br /><b>6.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις ως όρους προτάσεων) [[μπορώ]] να συνταχθώ. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A incline or bend towards, Plu.Brut.1. 2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6. II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προν-), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8. 2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.
German (Pape)
[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher vers, s’incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῡτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.