ῥᾳδιούργημα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(strοng) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from a [[comparative]] of rhaidios ([[easy]], i.e. [[reckless]]) and [[ἔργον]]; [[easy]]-[[going]] behavior, i.e. (by [[extension]]) a [[crime]]: [[lewdness]]. | |strgr=from a [[comparative]] of rhaidios ([[easy]], i.e. [[reckless]]) and [[ἔργον]]; [[easy]]-[[going]] behavior, i.e. (by [[extension]]) a [[crime]]: [[lewdness]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[ῥᾳδιούργημα]], ΝΜΑ [[ραδιουργῶ]]<br />δόλια [[ενέργεια]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κακούργημα]] («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ [[ῥᾳδιούργημα]] πονηρόν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απερίσκεπτη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]], [[κατασκεύασμα]] της φαντασίας. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.
German (Pape)
[Seite 831] τό, leichtsinnige, nachlässige, unbesonnene Handlung; Luc. calumn. 20; D. Hal. 1, 77; Plut. Pyrrh. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾳδιούργημα: τό, πρᾶξις ἀπερίσκεπτος, κακούργημα, Διον. Ἁλ. 1. 77, Πλουτ. Πύρρ. 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action légère, inconsidérée.
Étymologie: ῥᾳδιουργέω.
English (Strong)
from a comparative of rhaidios (easy, i.e. reckless) and ἔργον; easy-going behavior, i.e. (by extension) a crime: lewdness.
Greek Monolingual
το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ ραδιουργῶ
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα της φαντασίας.