ῥαθάμιγξ: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(SL_2) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ῥαθάμιγξ]] <br /> <b>1</b> [[drop]] χέων ῥαθά[μιγ]γα (supp. Vitelli) (Pae. 7.9) | |sltr=[[ῥαθάμιγξ]] <br /> <b>1</b> [[drop]] χέων ῥαθά[μιγ]γα (supp. Vitelli) (Pae. 7.9) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ιγγος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σταγόνα]], [[σταλαγματιά]]<br /><b>2.</b> (για στερεό) [[κάθε]] διασκορπισμένο [[μόριο]], [[κόκκος]], [[σπυρί]] («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -<i>ιγξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στροφάλ</i>-<i>ιγξ</i>) από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ῥαθ</i>-[[αμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οὐλ</i>-[[αμός]]) απ' όπου και το ρ. [[ῥαθαμίζω]]. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «[[ῥαθμίζεσθαι]]- <i>ῥαίνεσθαι</i>» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. <i>ῥαθμός</i> ο [[οποίος]] θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[ῥαίνω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαθμός]]: [[βαίνω]]). Ο Ησύχιος [[επίσης]] παραδίδει τους τ.: [[ῥαθαίνω]] (σχηματισμένος πιθ. [[κατά]] το [[ῥαίνω]]) και [[ῥαθάσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[σταλάσσω]]: [[στάζω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ιγγος, ἡ,
A drop, Il.11.536, Hes.Th.183, Pi.Pae.7.9, Zos.Alch.p.175 B. II of solids, grain, bit, κονίης ῥαθάμιγγες Il.23.502. III spot, speckle, Opp.C.2.559,3.299.
German (Pape)
[Seite 832] ιγγος, ἡ (ῥαίνω, ῥαθαμίζω), der Tropfen, Il. 11, 536. 20, 501; Hes. Th. 183; – auch von trocknen Dingen, jeder kleine abgerissene Theil, Körnchen, Stäubchen, κονίης ῥαθάμιγγες, Il. 23, 502; Christod. ecphr. 110 heißt es von der Erinna Πιερικῆς ῥαθάμιγγας ἀποσταλάουσα μελίσσης.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰθάμιγξ: [θᾰ], -ιγγος, ἡ, σταγών, ῥανίς, Ἰλ. Λ. 536, Υ. 501, Ἡσ. Θεογ. 183. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, κόκκος, κονίης ῥαθάμιγγες Ἰλ. Ψ. 502. ― πρβλ. ῥανίς. ― Καθ. Ἡσύχ.: «ῥαθάμιγγες· ῥανίδες, σταγόνες. καὶ ἀπὸ τῶν ἵππων κονιορτός».
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
1 goutte d’eau;
2 grain de poussière qui vole.
English (Slater)
ῥαθάμιγξ
1 drop χέων ῥαθά[μιγ]γα (supp. Vitelli) (Pae. 7.9)
Greek Monolingual
-ιγγος, ἡ, Α
1. σταγόνα, σταλαγματιά
2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.)
3. κηλίδα, στίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε -ιγξ (πρβλ. στροφάλ-ιγξ) από αμάρτυρο αρχικό τ. ῥαθ-αμός (πρβλ. οὐλ-αμός) απ' όπου και το ρ. ῥαθαμίζω. Ο τ. όμως που παραδίδει ο Ησύχιος «ῥαθμίζεσθαι- ῥαίνεσθαι» οδηγεί πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. ῥαθμός ο οποίος θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. ῥαίνω (πρβλ. βαθμός: βαίνω). Ο Ησύχιος επίσης παραδίδει τους τ.: ῥαθαίνω (σχηματισμένος πιθ. κατά το ῥαίνω) και ῥαθάσσω (πρβλ. σταλάσσω: στάζω)].