ῥέθος: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(Autenrieth) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εος: pl., limbs. (Il.) | |auten=εος: pl., limbs. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> το [[πρόσωπο]] («[[ῥέθος]] ἀελίω δεῑξον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σώμα]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥέθη</i><br />τα [[μέλη]] του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[ῥέθος]] απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική [[ποίηση]] με τη σημ. «[[πρόσωπο]]» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική [[ποίηση]], [[αλλά]] και στο ομηρικό [[κείμενο]] στους στ. Π 856 και Χ 362. Η [[χρήση]], όμως, του τ. <i>ῥεθος</i> στον στ. Χ 68 [[ἐπεὶ]] κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται</i> οδήγησε ορισμένους μελετητές στην [[υπόθεση]] ότι ο τ. <i>ῥέθεα</i> έχει τη σημ. «[[μέλη]] του σώματος». Ωστόσο, το [[χωρίο]] αυτό [[είναι]] γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο [[οποίος]], μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. [[μέλος]]. Η [[σύγχυση]] αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: <i>ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ</i>' <i>ἀπὸ μελέων</i> (Ν 671) και [[ψυχή]] δ</i>' <i>ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει</i> (Π 85β), όπου η λ. [[θυμός]] αντιστοιχεί με τη λ. [[ψυχή]], [[οπότε]] και ο τ. <i>ῥεθέων</i> θεωρήθηκε [[ισοδύναμος]] [[προς]] το <i>μελέων</i>. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. [[ῥέθος]] με το αρχ. ινδ. <i>vardhati</i> «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» ή με τους τ. <i>ῥίς</i> και <i>ῥέω</i> δεν θεωρούνται πιθανές]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A limb, usu. in pl. ῥέθεα, limbs, ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Il.16.856; ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται 22.68, cf. Theoc.23.39. II in sg., face, countenance, S.Ant.529 (anap.), E.HF1204 (anap.), Theoc. 29.16: Aeol. in this sense acc. to Eust.1090.27; it occurs in broken context, Sapph.Supp.11.3. 2 body, Lyc.173.
German (Pape)
[Seite 837] τό, bei Hom. dreimal, im genit. plur. ῥεθέων: Iliad. 16, 856 und 22, 362 ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, aus den Gliedern, aus dem Leibe; 22, 68 ἐπεί κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠὲ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται; Scholl. Aristonic. 16, 856 ἡ διπλῆ, ὅτι πάντα τὰ μέλη ῥέθη Ὅμηρος προσαγορεύει, οἱ δὲ Αἰολεῖς μόνον τὸ πρόσωπον, id. zu 22, 68 καὶ ὅτι ῥέθη πάντα τὰ μέλη, οἱ δὲ Αἰολεῖς τὸ πρόσωπον. Dies verwendete nämlich Aristarch für seinen Beweis, Homer sei kein Aeoler gewesen, s. die Recension von Lauers Gesch. der homer. Poesie in Jahns Jahrbb. 1853 Bd 67 Hft 3 S. 259. – Soph. Ant. 529 ῥέθος das Antlitz; Eur. Herc. F. 1204 ῥέθος das Antlitz; Theocr. 29, 16 ῥέθος das Antlitz; id. 23, 39 ἀμφίθες ἐκ ῥεθέων σῶν εἵματα καὶ κρύψον με, von deinem Leibe; Mosch. 4, 3 ἐπὶ ῥεθέεσσι, im Antlitz; Apoll. Rh. 2, 68 ἀνασχόμενοι ῥεθέων προπάροιθε βαρείας χεῖρας, die Antlitze; Lycophr. 173 ῥέθει, Leib. – Ableitung unbekannt.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέθος: -εος, τό, μέλος τοῦ σώματος, ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη τοῦ σώματος, ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἰλ. Π. 856, Χ. 362· ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἑλέσθαι Χ. 68· πρβλ. Θεόκρ. 23· 39. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τὸ πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1204. 2) τὸ σῶμα, Λυκόφρ. 73.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 τὰ ῥέθη membre;
2 p. ext. visage, air, aspect.
Étymologie: DELG pas d’étym. en vue.
English (Autenrieth)
εος: pl., limbs. (Il.)
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.)
2. το σώμα
3. πληθ. τὰ ῥέθη
τα μέλη του σώματος («ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με αυτήν τη σημ. χρησιμοποιήθηκε και στην τραγική ποίηση, αλλά και στο ομηρικό κείμενο στους στ. Π 856 και Χ 362. Η χρήση, όμως, του τ. ῥεθος στον στ. Χ 68 ἐπεὶ κέ τις ὀξέι χαλκῷ τύψας ἠέ βαλὼν ῥεθέων ἐκ θυμὸν ἕληται οδήγησε ορισμένους μελετητές στην υπόθεση ότι ο τ. ῥέθεα έχει τη σημ. «μέλη του σώματος». Ωστόσο, το χωρίο αυτό είναι γραμμένο από κάποιον πολύ μεταγενέστερο ραψωδό, ο οποίος, μη γνωρίζοντας τη σημ. της αιολ. αυτής λ., τήν θεώρησε ως συνώνυμη της λ. μέλος. Η σύγχυση αυτή προκλήθηκε λόγω τών ομοιοτήτων που παρουσίαζαν οι στίχοι: ὦκα δὲ θυμὸς ᾤχετ' ἀπὸ μελέων (Ν 671) και ψυχή δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδόσδε βεβήκει (Π 85β), όπου η λ. θυμός αντιστοιχεί με τη λ. ψυχή, οπότε και ο τ. ῥεθέων θεωρήθηκε ισοδύναμος προς το μελέων. Τέλος, οι συνδέσεις της λ. ῥέθος με το αρχ. ινδ. vardhati «μεγαλώνω, αυξάνομαι» ή με τους τ. ῥίς και ῥέω δεν θεωρούνται πιθανές].