σημερινός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν [[σήμερον]], ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - [[Κατὰ]] Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον. | |lstext='''σημερῐνός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν [[σήμερον]], ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - [[Κατὰ]] Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σημερινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν<br />αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[σήμερα]] (α. «η σημερινή [[βροχή]]» β. «η σημερινή [[απόφαση]]» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τωρινός]], [[σύγχρονος]] (α. «τα σημερινά προβλήματα<br />β. «τα σημερινά σχολεία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σήμερ</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παντοτ</i>-<i>ινός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of to-day, Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., Gloss.
German (Pape)
[Seite 875] heurig, heutig, Philoxen. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σημερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σημερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν
αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)
νεοελλ.
τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα
β. «τα σημερινά σχολεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμερ-ον + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός)].