σινίον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]]. | |btext=ου (τό) :<br />crible.<br />'''Étymologie:''' [[σίνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σεννίον]], τὸ, ΜΑ<br />το [[κόσκινο]], η [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), τό, late word for
A sieve, Id. (cf. σεννίον).
German (Pape)
[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.
Greek (Liddell-Scott)
σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.
Greek Monolingual
και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].