σκώπευμα: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_21) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκώπευμα''': τό, = [[σκώψ]] (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σχῆμα]] τῆς χειρὸς πρὸς τὸ [[μέτωπον]] τιθεμένης, [[ὥσπερ]] ἀποσκοπούντων». | |lstext='''σκώπευμα''': τό, = [[σκώψ]] (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σχῆμα]] τῆς χειρὸς πρὸς τὸ [[μέτωπον]] τιθεμένης, [[ὥσπερ]] ἀποσκοπούντων». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[χορός]] [[κατά]] τον οποίο γινόταν [[μίμηση]] της γλαύκας, αλλ. [[σκώψ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώψ]], <i>σκωπός</i>, μέσω αμάρτυρου ρ. <i>σκωπεύω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,=
A σκώψ 2, A.Fr.79.
German (Pape)
[Seite 909] τό, das in die Ferne Sehen, Lob. zu Phryn. p. 613. – Eine Art Tanz, Aesch. frg. 25. S. σκώψ.
Greek (Liddell-Scott)
σκώπευμα: τό, = σκώψ (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σχῆμα τῆς χειρὸς πρὸς τὸ μέτωπον τιθεμένης, ὥσπερ ἀποσκοπούντων».
Greek Monolingual
τὸ, Α
χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση της γλαύκας, αλλ. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. σκωπεύω].