στροβιλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[στροβιλώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[στρόβιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γένεση]] στροβίλων [[μέσα]] στη [[μάζα]] ενός ρευστού, αλλ. [[τυρβώδης]] («[[στροβιλώδης]] ροή»)<br /><b>αρχ.</b><br />στροβιλοείδής, [[κωνικός]] («[[ὅρος]] στροβιλῶδες», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλώδης Medium diacritics: στροβιλώδης Low diacritics: στροβιλώδης Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΩΔΗΣ
Transliteration A: strobilṓdēs Transliteration B: strobilōdēs Transliteration C: strovilodis Beta Code: strobilw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.

German (Pape)

[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδηςστροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικόςὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).