στυπτηρία: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γῆ]];<br />alun.<br />'''Étymologie:''' [[στυπτήριος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[γῆ]];<br />alun.<br />'''Étymologie:''' [[στυπτήριος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[στρυπτηρία]] και ιων. τ. στυπτηρίη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> ένυδρο διπλό θειικό [[άλας]] του καλίου και του αργιλίου, κν. [[στύψη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ενν. <i>γη</i>)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, [[κυρίως]], [[χαλκίτιδα]]<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) το [[μονοπώλιο]] τών [[παραπάνω]] στυπτικών ουσιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ.-<i>τηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τήρ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βακ</i>-<i>τηρία</i>, <i>σω</i>-<i>τηρία</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[στύφω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη (sc. γῆ), ἡ, name of any of a group of
A astringent substances containing (a) alum or (b) ferrous sulphate (χαλκῖτις (q.v.)), Hdt.2.180, freq. in Hp. (e.g. Ulc.14), Arist.HA547a20, Mir. 842b22, PCair.Zen.326bis 26 (iii B.C.), Ti.Locr.99d, Sor.1.50, Aret.CA 1.9, POxy.1429.4 (iii/iv A.D.), PHolm.1.4,7, al. II in Egypt, the alum monopoly, POxy.2116 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 959] ἡ, ion. στυπτηρίη, sc. γῆ, ein zusammenziehendes Salz, Alaun od. Vitriol; Her. 2, 180, Tim. Locr. 99 d; Arist. mirab. ausc. 139; D. Sic. 5, 10, auch χαλκῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
στυπτηρία: Ἰων. -ίη (ἐξυπακ. γῆ), ἡ, στυπτικόν τι χῶμα γινόμενον ἐκ χαλκίτιδος (ὃ ἴδε), καὶ περιέχον ὡς φαίνεται ἀλουμίνιον καὶ βιτριόλιον, κοινῶς «στύψη», Ἡρόδ. 2. 180, Τίμ. Λοκρ. 99D, καὶ συχν. παρ’ Ἱππ. (π. χ. 877), Ἀριστ., κλπ.· ἴδε Foës. Oecon., Beckm εἰς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. γῆ;
alun.
Étymologie: στυπτήριος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α
νεοελλ.
χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας του καλίου και του αργιλίου, κν. στύψη
αρχ.
(ενν. γη)
1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα
2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών παραπάνω στυπτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύφω + κατάλ.-τηρία (< -τήρ), πρβλ. βακ-τηρία, σω-τηρία (βλ. και λ. στύφω)].