συμποτικός: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un festin <i>ou</i> des convives;<br /><b>2</b> bon convive;<br /><i>Cp.</i> συμποτικώτερος, <i>Sp.</i> συμποτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συμπότης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne un festin <i>ou</i> des convives;<br /><b>2</b> bon convive;<br /><i>Cp.</i> συμποτικώτερος, <i>Sp.</i> συμποτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συμπότης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμποτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπότης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]] (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική [[μουσική]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συμποτικός]]<br />αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε [[συμπόσιο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη [[διεξαγωγή]] του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο [[συμποσίαρχος]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — [[τίτλος]] έργου του Πλουτάρχου<br />δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμποτικῶς</i> Α<br />με τρόπο που ταιριάζει σε [[συμπόσιο]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποτικός Medium diacritics: συμποτικός Low diacritics: συμποτικός Capitals: ΣΥΜΠΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sympotikós Transliteration B: sympotikos Transliteration C: sympotikos Beta Code: sumpotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A convivial, σ. πράγματα Ar.Ach.1142; νόμοι σ. the laws of drinking-parties, enforced by the συμποσίαρχος, Pl.Lg. 671c; σ. ἁρμονίαι modes suited for drinking-songs, Id.R.398e; ς. [μουσική] Phld.Mus.p.82 K.; [ἀρετή] Id.D.3Fr.76; σ. διάλογοι, work by Persaeus, Ath.4.162b; σ. προβλήματα, title of a work by Plu. (v. συμποσιακός) ὑπομνήματα σ., of a work by Persaeus, D.L.7.1; συμποτικός a jolly fellow, Ar.V.1209, Plb.31.13.8: Comp. -ώτερος Luc.Ep.Sat.32: Sup. -ώτατος Id.Tim.46, Philostr.Im.1.25. Adv. -κῶς Poll.6.20.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, zum Gaste od. zum Gastmahle gehörig, dazu sich passend; προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιαστικός, Ar. Vesp. 1208; συμποτικὰ τὰ πράγματα, Ach. 1107; νόμοι συμποτικοί, Plat. Legg. II, 671 c; ἁρμονίαι, Rep. III, 398 e; Folgde; ὁ σ., ein guter, unterhaltender Trinkgenoß, Gast, Pol. 31, 21, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμποτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπότην ἢ εἰς συμπόσιον, φαιδρός, σ. πρήγματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· νόμοι σ., οἱ νόμοι οἱ ἰσχύοντες κατὰ τὸ συμπόσιον ἐπιβαλλόμενοι ὑπὸ τοῦ συμποσιάρχου, Πλάτ. Νόμ. 671C (ὅθενφράσις συμπόσιονπαιδαγωγεῖν, αὐτόθι 641Β)· σ. ἁρμονίαι, μελῳδίαι ἁρμόζουσα εἰς ᾄσματα τοῦ συμποσίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398Ε· σ. προβλήματα, ἐπιγραφὴ συγγράμματός τινος τοῦ Πλουτάρχου (ἴδε ἐν λ. συμποσιακός)· σ. ὑπομνήματα Διογ. Λ. 7. 1· ― συμποτικός φαιδρός, «ἀνοιχτόκαρδος» ἄνθρωπος, παῦ’, ἀλλὰ δευρὶ κατακλινεὶς προσμάνθανε ξυμποτικὸς εἶναι καὶ ξυνουσιακὸς Ἀριστοφ. Σφ. 1209, πρβλ. Πολύβ. 31. 21, 8. ― Συγκρ. -ώτερος, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 32· ὑπερθ. -ώτατος, ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 46. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ϛ΄, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un festin ou des convives;
2 bon convive;
Cp. συμποτικώτερος, Sp. συμποτικώτατος.
Étymologie: συμπότης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπότης
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που του αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή του συμποσίου, που τους επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου του Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων του Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.