συμπροσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_3)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροσπίπτω''': [[συμβαίνω]], [[συμπίπτω]] συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.
|lstext='''συμπροσπίπτω''': [[συμβαίνω]], [[συμπίπτω]] συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. [[ἐπέρχομαι]] εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[προσπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] στον νου ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροσπίπτω Medium diacritics: συμπροσπίπτω Low diacritics: συμπροσπίπτω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symprospíptō Transliteration B: symprospiptō Transliteration C: symprospipto Beta Code: sumprospi/ptw

English (LSJ)

   A happen at the same time, Gal.1.124, Theon ap.eund.6.210.    2 occur to one at the same time, τινι M.Ant.7.22.

German (Pape)

[Seite 990] (s. πίπτω), mit, zugleich zu- od. anfallen, in den Sinn kommen, M. Ant. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσπίπτω: συμβαίνω, συμπίπτω συγχρόνως, Γαλην. 2. 306. ΙΙ. ἐπέρχομαι εἰς τὸν νοῦν, τινι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 22.

Greek Monolingual

Α προσπίπτω
1. συμβαίνω ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. έρχομαι στον νου ταυτόχρονα με κάτι άλλο.