συμπαρακαλώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον [[ακόμη]], [[προσκαλώ]] [[επίσης]] («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επικαλούμαι κάποιον [[επίσης]]<br /><b>4.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παρακαλῶ</i> «[[καλώ]], [[προσκαλώ]], [[παρακινώ]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον [[ακόμη]], [[προσκαλώ]] [[επίσης]] («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επικαλούμαι κάποιον [[επίσης]]<br /><b>4.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παρακαλῶ</i> «[[καλώ]], [[προσκαλώ]], [[παρακινώ]]»].
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[παρακινώ]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον [[ακόμη]], [[προσκαλώ]] [[επίσης]] («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επικαλούμαι κάποιον [[επίσης]]<br /><b>4.</b> [[προσκαλώ]] κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παρακαλῶ</i> «[[καλώ]], [[προσκαλώ]], [[παρακινώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)
3. επικαλούμαι κάποιον επίσης
4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)
3. επικαλούμαι κάποιον επίσης
4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].